Dumping

To Ντάμπινγκ (αγγλ.: Dumping), ή αλλιώς "πώληση με ζημία"[1] ή αλλιώς "αθέμιτος ανταγωνισμός" αναφέρεται στην πρακτική της πώλησης προϊόντων κάτω από την κανονική τιμή της αγοράς ή σε τιμές κατώτερες του κόστους παραγωγής, με σκοπό την εξάλειψη του ανταγωνισμού και την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία μιας επιχείρησης σε μια αγορά.[2] Η λέξη χρησιμοποιείται γενικά μόνο στο πλαίσιο των νόμων του διεθνούς εμπορίου, όπου ντάμπινγκ ορίζεται ως η πρακτική σύμφωνα με την οποία μια εταιρεία ορίζει χαμηλότερη τιμή για τα εξαγώμενα εμπορεύματα από ό,τι το κόστος παραγωγής των εκάστοτε προϊόντων στην χώρα που εισάγει, με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει τον ανταγωνισμό στην τοπική αγορά.

Ο όρος έχει ξεκάθαρα αρνητική χροιά, αλλά οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς βλέπουν την πώληση με ζημία ως κάτι ωφέλιμο για τους καταναλωτές και πιστεύουν ότι οι μηχανισμοί προστατευτισμού έχουν πιο αρνητικές συνέπειες συγκριτικά. Συνδικαλιστές και άλλοι υπέρμαχοι των εργαζομένων, ωστόσο, πιστεύουν ότι η προστασία των επιχειρήσεων σε εθνικό επίπεδο και των καταχρηστικών πρακτικών τους, όπως το ντάμπινγκ, τις βοηθά να συνέλθουν και να αποφύγουν τις σοβαρές συνέπειες του ελεύθερου εμπορίου που προκύπτουν από τον ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομιών που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το ντάμπινγκ είναι κατακριτέο (αλλά όχι απαγορευμένο) όταν προκαλεί ή απειλεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία σε έναν εγχώριο κλάδο παραγωγής στη χώρα εισαγωγής.[3]

  1. . http://www.fundeu.es/recomendacion/dumping/. 
  2. Real Academia Española, 2016. «dumping Diccionario de la lengua española (Edición del Tricentenario). Consultado el 4 de febrero de 2016.
  3. . ISBN 978-0-511-12392-4.  Missing or empty |title= (βοήθεια)

Developed by StudentB